ανάθρεμμα

ανάθρεμμα
το (Α ἀνάθρεμμα) [ἀνατρέφω]
αυτός που ανατρέφεται ή ανατράφηκε από κάποιον, θρέμμα, τέκνο, παιδί
νεοελλ.
ανατροφή, διαπαιδαγώγηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀνάθρεμμα — nursling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάθρεμμα — το, ατος 1. η ανατροφή, το μεγάλωμα παιδιών: Το ανάθρεμμα των παιδιών είναι δύσκολη υπόθεση. 2. αυτός που ανατράφηκε, το θρέμμα: Είναι γέννημα κι ανάθρεμμα της Μακεδονίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θρέμμα — το (ΑΜ θρέμμα) [τρέφω] 1. ό,τι έθρεψε ή ό,τι τρέφει κάποιος, το ανάθρεμμα, το βρέφος ή το παιδί 2. (και στον πληθ.) τα θρέμματα τα ζώα που τρέφονται από τον άνθρωπο, τα βοσκήματα νεοελλ. μσν. φρ. «γέννημα και θρέμμα» αυτόχθονος κάτοικος μσν.… …   Dictionary of Greek

  • θρεφτάρι — το 1. ζώο σιτευτό, δηλ. που τρέφεται καλά και προορίζεται για σφαγή, θρεφτό, μανάρι 2. (για ανθρώπους) μοσχαναθρεμμένος, θρέμμα, ανάθρεμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρεπτάριον (< θεπτός)] …   Dictionary of Greek

  • παίδευμα — παίδευμα, τὸ (Α) [παιδεύω] 1. αυτός που εκπαιδεύεται, ο μαθητής, ο τρόφιμος («γεννήματα καὶ παιδεύματα θεῶν ὂντες», Πλάτ.) 2. (και τον πληθ. για ένα μόνο πρόσ.) δημιούργημα, ανάθρεμμα («Ιππόλυτος, αγνού Πιτθέως παιδεύματα», Ευρ.) 3. (για ζώα)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”